- σκληραγωγικός
- η , ό[ν] закаливающий (перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκληραγωγικός — ή, ό, Ν [σκληραγωγώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληραγωγία ή που συντελεί στη σκληραγωγία … Dictionary of Greek
σκληραγωγικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη σκληραγωγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)